- εντός
- (AM ἐντός) (επίρρ. και πρόθ.)1. μέσα («τοὺς δὲ σκευοφόρους... ἐντὸς εἶχον οἱ ὁπλῑται», Θουκ.)2. απ' αυτή την πλευρά, εντεύθεν, από τη δική του μεριά(«ἐντὸς Ἅλυος ποταμού», Θουκ.)3. (για χρόνο) μέσα σ' ένα ορισμένο χρονικό διάστημα («ἐντὸς εἴκοσιν ἡμερῶν», Θουκ.)νεοελλ.φρ. α) «(τὰ) ἐντός μου» — η πνευματική και ψυχική μου υπόστασηβ) «μετεβλήθη εντός μου ο ρυθμός τού κόσμου», (Βιζυην.)αρχ.-μσν.(και πληθ.) τὰ ἐντόςτα εντόσθια, τα σπλάγχνααρχ.φρ.1. «ἐντός τινος ποιῶ» — τοποθετώ φρουρά σε μια περιοχή2. «ἐντὸς τοῡ νόμου εἰμί» — προστατεύομαι από τον νόμο3. «ἐντὸς εἰμὶ τῶν συμβαινόντων παθῶν» — έχω γνώση από προσωπική πείρα4. «ἐντὸς τῶν μαθημάτων ἐστί» — περιλαμβάνεται στα διδασκόμενα5. «ἐντὸς τῶν μέτρων» — μέσα στα όρια παρακειμένου κτήματος6. «οἱ ἐντὸς ἡλικίας γεγονότες» — οι ενήλικοι, αυτοί που βρίσκονται στην ανδρική ηλικία7. «ἐντὸς ἀνεψιότητος» — ώς τον βαθμό συγγένειας τών εξαδέλφων8. «ἐντὸς ἐμαυτοῡ» ή «ἐντὸς τῶν λογισμῶν εἰμι» — έχω νηφάλιο λογισμό, εχεφρονώ9. «ἐντὸς ἐμαυτοῡ» ή «ἐντὸς τῶν λογισμῶν γίγνομαι» — ξαναποκτώ την πνευματική μου διαύγεια, συνέρχομαι. ΙΙ. (ειδ.) (με αριθμτ. που δηλώνουν χρόνο ή ποσό) με υπολογισμό και τού οριζόμενου αριθμού ή κάτω από τον οριζόμενο αριθμό («ἐντὸς δραχμῶν πεντήκοντα», Πλάτ.«τὰς ἐντὸς εἴκοσιν γὰρ ἐκδικάζομεν», Αριστοφ.)·[ΕΤΥΜΟΛ. Στον τ. εντός εμφανίζεται ως α΄ συνθετικό η πρόθεση εν και ως β' συνθετικό επίθημα -τος (πρβλ. λατ. intus). Ο τ. εντός χρησιμοποιείται και ως πρόθεση και ως επίρρημαως πρόθεση συντάσσεται με (προτασσόμενη ή επιτασσόμενη) γενική].
Dictionary of Greek. 2013.